- ἐπικινδύνῳ
- ἐπικινδύ̱νῳ , ἐπικίνδυνοςin dangermasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικίνδυνος — η, ο (Α ἐπικίνδυνος, ον) [κίνδυνος] 1. αυτός που συνεπάγεται κίνδυνο («επικίνδυνο τόλμημα, εγχείρημα») 2. αυτός που μπορεί να προκαλέσει κακά αποτελέσματα («ἐπικίνδυνον ἔριν ἐξέφυγεν», Πλάτ.) 3. αυτός που απειλεί τη ζωή ατόμου ή ομάδας ατόμων… … Dictionary of Greek